- λευκοφορώ
- (α, ε) αμετ. быть одетым в белое
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκοφορώ — (Α λευκοφορῶ, έω) [λευκοφόρος] φορώ άσπρα ροῡχα, είμαι ντυμένος στα άσπρα … Dictionary of Greek
λευκοφορώ — λευκοφόρεσα, λευκοφορεμένος, φορώ λευκά: Η λευκοφορεμένη νύφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπροφορώ — εσα, εμένος, λευκοφορώ: Στη γιορτή ήταν όλοι ασπροφορεμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)